30/6/14

Ο άθεος και η γριούλα


Στις δώδεκα τα μεσάνυκτα χτύπησαν την πόρτα. Ήταν μια γριούλα και ζητούσε να πάει να κοινωνήσει έναν άρρωστο.

 Ο Ιερέας ετοιμάστηκε και βγήκε αμέσως μαζί της. Πλησιάζουν σε ένα φτωχό σπιτάκι, τύπου παράγκας. Η γριούλα ανοίγει την πόρτα και μπάζει τον Ιερέα σε ένα δωμάτιο. Και να, ξαφνικά ο παπάς ευρίσκεται εκεί μόνος με τον άρρωστο.
 

Ο άρρωστος του δείχνει με χειρονομίες την πόρτα και σκούζει. Φύγε από εδώ! Ποιός σε κάλεσε; Εγώ είμαι άθεος. Και άθεος θα πεθάνω.

Ο παπάς τα έχασε. Μα δεν ήλθα από μόνος μου! με κάλεσε η γριά! Ποιά γριά; Εγώ δεν ξέρω καμιά γριά!
 

Ο παπάς, καθώς στέκει απέναντί του, βλέπει επάνω από το κεφάλι του άρρωστου, μια φωτογραφία με την γυναίκα που τον κάλεσε.
 

Του λέει, ενώ του δείχνει το πορτραίτο. Να αυτή! Ποιά αυτή; Ξέρεις, τι λες, παπά; Αυτή είναι η μάνα μου. Και έχει πεθάνει χρόνια τώρα! Για μια στιγμή πάγωσαν και οι δύο. Αισθάνθηκαν δέος.
 

Ο άρρωστος άρχισε να κλαίει. Και αφού έκλαψε, ζήτησε να εξομολογηθεί. Και μετά, κοινώνησε. Η μητέρα του είχε φροντίσει από τον ουρανό, να του δείξει το δρόμο της σωτηρίας.

Πηγή: Αγιορείτικο Βήμα


Δεν υπάρχουν σχόλια: